Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η πέρκα

См. также в других словарях:

  • πέρκα — πέρκα, η και πέρκη, η είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέρκα — (perca). Γένος ψαριών της οικογένειας των Περκιδών. Είναι ψάρια του γλυκού νερού των εύκρατων περιοχών. Η π. έχει αγκάθια και σώμα μακρουλό, σκεπασμένο με κτενοειδή λέπια. Η π. η ποτάμια, είναι διαδομένη στη Β. Ευρώπη. Ζει όμως και στην Ελλάδα,… …   Dictionary of Greek

  • πέρκας — πέρκᾱς , πέρκα fem acc pl πέρκᾱς , πέρκα fem gen sg (doric aeolic) πέρκᾱς , πέρκη perch fem acc pl πέρκᾱς , πέρκη perch fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρκαι — πέρκα fem nom/voc pl πέρκᾱͅ , πέρκα fem dat sg (doric aeolic) πέρκη perch fem nom/voc pl πέρκᾱͅ , πέρκη perch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκῶν — πέρκα fem gen pl πέρκη perch fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρκαισι — πέρκα fem dat pl (epic ionic aeolic) πέρκη perch fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρκη — πέρκα fem nom/voc sg (attic epic ionic) πέρκη perch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρκην — πέρκα fem acc sg (attic epic ionic) πέρκη perch fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρκης — πέρκα fem gen sg (attic epic ionic) πέρκη perch fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρκῃ — πέρκα fem dat sg (attic epic ionic) πέρκη perch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκάτι — το, Ν [πέρκα] η πέρκα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»